ιμάντας

ιμάντας
Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια τροχαλία παρασύρει τον ι., ο οποίος με τη σειρά του θέτει σε περιστροφική κίνηση την αγόμενη τροχαλία. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των ι. είναι διάφορα και μεταβάλλονται από τύπο σε τύπο, όπως μεταβάλλονται οι διατομές και οι διαστάσεις τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά εξαρτώνται από την ιδιαίτερη χρήση για την οποία προορίζονται οι ι. Έχουμε, για παράδειγμα, ι. από δέρμα, από βαμβακερό, από κάνναβη, από ελαστικό, από μέταλλο, από τρίχες καμήλας. Οι ι. δέρματος είναι ιδιαίτερα εύκαμπτοι, αλλά αλλοιώνονται γρήγορα αν λειτουργούν σε υγρό περιβάλλον. Οι ι. από βαμβακερό αποτελούνται από βαμβάκι εμποτισμένο με διάφορες ουσίες και μπορούν να λειτουργούν μόνο σε θερμοκρασίες κάτω από τους 40°C, γιατί σε υψηλότερες θερμοκρασίες το μείγμα μαλακώνει. Οι ι. από κάνναβη έχουν το πλεονέκτημα ότι υφαίνονται σε αρκετά μεγάλο μήκος και χωρίς ραφή. Οι ι. από ελαστικό αποτελούνται από στρώματα βαμβακερού υφάσματος, τα οποία εναλλάσσονται με στρώματα βουλκανισμένου ελαστικού· αντιστέκονται στην υγρασία, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν υπάρχουν ίχνη ελαίου. Οι μεταλλικοί ι. έχουν αμετάβλητες διαστάσεις και χρησιμοποιούνται σε συσκευές ακριβείας. Οι ι. από πλεγμένες τρίχες καμήλας είναι ανθεκτικοί και μπορούν να λειτουργούν σε υγρό περιβάλλον, σχετικά θερμό και με παρουσία ατμών διάφορης φύσης. Η διατομή των ι. είναι συνήθως δύο τύπων: επίπεδη (ορθογωνική) ή τραπεζοειδής. Η πρώτη χρησιμοποιείται συνήθως για τροχαλίες με επίπεδη αύλακα και συνεπώς η τριβή αναπτύσσεται μόνο σε μια επιφάνεια. Είναι λοιπόν αναγκαίο, προκειμένου να μεταδοθεί ισχύς, οι ι. και οι τροχαλίες να έχουν σημαντικό πλάτος γιατί η τριβή είναι ανάλογη προς την επιφάνεια επαφής. Η σύγχρονη τεχνική έχει υιοθετήσει σχεδόν αποκλειστικά ι. με τραπεζοειδή διατομή γιατί, καθώς εφαρμόζονται σε αυλακωτές τροχαλίες με διατομή αντίστοιχη προς τη διατομή των ι., ασκούν τριβή ταυτόχρονα σε τρεις επιφάνειες (στον πυθμένα και στις δύο παράπλευρες) και επιτρέπουν να ελαττωθεί πολύ το πλάτος του αύλακα της τροχαλίας. Οι ιμάντες με τραπεζοειδή διατομή χρησιμοποιούνται πολύ επειδή ασκούν την τριβή σε τρεις επιφάνειες κι έτσι επιτρέπουν σημαντική ελάττωση του πλάτους των πλευρών της τροχαλίας, μειώνοντας τις δυνατότητες ολίσθησης μεταξύ ιμάντα και τροχαλίας. Οι ιμάντες με ορθογωνική διατομή επιτρέπουν αναστροφή της φοράς της κίνησης (1) και μετάδοση μεταξύ τροχαλιών τοποθετημένων υπό διάφορες γωνίες (2).
* * *
ο (ΑΜ ἱμάς)
1. δερμάτινη λωρίδα για διάφορες χρήσεις, λουρί
2. λουρί υποδημάτων, κορδόνι
νεοελλ.
1. αρχιτ. κάθε χαραγή τού εχίνου τού δωρικού κιονοκράνου
2. τεχνολ.
όργανο μετάδοσης τής κίνησης από μία τροχαλία σε άλλη ή από έναν άξονα σε άλλο
αρχ.
1. ο κεστός* τής Αφροδίτης
2. το λουρί με το οποίο δενόταν η περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
3. το λουρί τής πόρτας με το οποίο ο μοχλός συρόταν στη θέση του και δενόταν στην κορώνη*
4. σχοινί ιστίου
5. το σχοινί με το οποίο τραβούσαν τον κουβά από το πηγάδι
6. λουρί σκύλου
7. μαστίγιο
8. νοσηρή κατάσταση τού σταφυλίτη
9. στον πληθ. oἱ ἱμάντες
α) τα λουριά τής άμαξας
β) ηνία, χαλινάρια
γ) τα λουριά με τα οποία ήταν δεμένος ο δίφρος
δ) μαστίγιο που αποτελούνταν από πολλά λουριά
ε) τα λουριά με τα οποία τύλιγαν τα χέρια τους οι πυγμάχοι
στ) αρχιτ. σειρά λίθων που χρησίμευαν στη σύνδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ουσ. *ἱμᾶ «σχοινί» (πρβλ. αρχ. ινδ. sīmā «όριο»), παρεκταθέν υστερογενώς σε -ντ-(ἱμάς, -άντος). Παράλληλα με τον τ. ἱμάς μαρτυρείται μια ομάδα λ. συγγενών του: ἱμαῖος*, ἱμανήθρη*, ἱμάω, -*, ἱμονιά*. Η λ. ἱμάς δηλώνει γενικά την έννοια «λουρί», ενώ οι προαναφερθείσες συγγενείς λ. δηλώνουν ειδικότερα το μέσο που χρησιμεύει για έλξη, για τράβηγμα.
ΠΑΡ. αρχ. ιμαντάριον, ιμαντία, ιμαντίδιον, ιμάντινος, ιμάντιον, ιμαντίσκος, ιμαντισμός, ιμαντρίς, ιμαντώδης, ιμάσκω, ιμάσσω
μσν.
ιμαντώ.
ΣΥΝΘ. ιμαντόπους
αρχ.
ιμαντελικτής, ιμαντόδεσμος, ιμαντόδετος, ιμαντοπάροχος, ιμαντοπέδη
(αρχ. -μσν.) ιμαντελιγμός, ιμαντοτόμος
μσν.
ιμαντομάχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιμάντας — ο 1. δερμάτινο λουρί: Κόπηκε ο ιμάντας της μηχανής. 2. κορδόνι: Ιμάντας των υποδημάτων. 3. οριζόντιοι κύκλοι που είναι χαραγμένοι στη βάση του δωρικού κιονόκρανου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱμάντας — ἱ̱μάντας , ἱμάς leathern strap masc acc pl ἱμάς leathern strap masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αορτήρ — ἀορτήρ ( ῆρος), ο Α) 1. ιμάντας από τον οποίο μπορεί να κρεμαστεί κάτι 2. ζώνη ξίφους 3. ιμάντας σακιδίου …   Dictionary of Greek

  • λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …   Dictionary of Greek

  • λώρον — λῶρον, τὸ (Μ) 1. δερμάτινο λουρί, ιμάντας 2. συν. στον πληθ. τὰ λῶρα τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρος)] …   Dictionary of Greek

  • λώρος — ο (AM λῶρος) δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας νεοελλ. ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος μσν. 1. είδος αψίδας 2. χρυσή επωμίδα 3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και… …   Dictionary of Greek

  • μάσθλης — μάσθλης, ητος, αιολ. τ. μάσλης (Α) 1. κατεργασμένο δέρμα 2. ο ιμάντας τής μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», Σοφ.) 3. μτφ. πανούργος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. < ἰμάσθλη* «ιμάντας, μαστίγιο» με σίγηση τού αρκτικού ι… …   Dictionary of Greek

  • ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] …   Dictionary of Greek

  • OPSONOMI — Graece Ο᾿ψονόμοι, olim in Rep. Atheniensi, dicti erant duo sive tres, qui e Senatu eligebantur, ut Fori piscarii haberent curam, darentque operam, ut Leges Piscariis latae observarentur. Eorum meminit Sophilus apud Athenaeum l. 6. τὸ δὲ ἔθος… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”